- σαύσαξ
- -αύσακος, ὁ, Α1. είδος φυτού2. (κατά τον Ησύχ.) «εἶδός τι μαλακοῡ τυρoῡ εὐεπιφόρου πρὸς συνουσίαν».[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός τ. της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων με επίθημα -αξ, άγνωστης ετυμολ.].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.